κοχυδεω

κοχυδεω
    κοχυδέω
    κοχῠδέω
    или κοχύω (aor. iter. κοχύδεσκε - v. l. κοχύεσκε) обильно течь, стекать
    

(ἐκ μετώπω ἱδρὼς κοχύδεσκεν Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοχυδεω" в других словарях:

  • κοχυδέω — (Α) ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ τής ρίζας τού χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. τής λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω] …   Dictionary of Greek

  • κοχυδεῖν — κοχυδέω stream forth copiously pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχυδοῦντες — κοχυδέω stream forth copiously pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχύδεσκεν — κοχυδέω stream forth copiously imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχύζω — (Α.) κοχυδέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοχυδέω] …   Dictionary of Greek

  • κοχύω — (Α) κοχυδέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοχυδέω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»